|
|
|
|
|
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
|
|
ακρόλιθο άγαλμα, το
Άγαλμα κατασκευασμένο από διάφορα υλικά. Η κεφαλή ήταν λίθινη ή μαρμάρινη. Το ίδιο ίσχυε σχεδόν πάντα και για τα άκρα. Τα υπόλοιπα μέρη κατασκευάζονταν από άλλα υλικά, συνήθως ξύλο, ελεφαντόδοντο ή χαλκό.
|
ζωφόρος, η
1. (αρχιτεκτονική) Tμήμα του θριγκού πάνω από το επιστύλιο, το οποίο αποτελείται στο μεν δωρικό ρυθμό από εναλλασσόμενα τρίγλυφα και μετόπες, στο δε ιωνικό από ενιαία επιφάνεια που φέρει συνήθως ανάγλυφη διακόσμηση. 2. (ζωγραφική) Διακοσμητική οριζόντια ταινία που περιτρέχει διάφορα μέρη ενός αγγείου ή το άνω μέρος των τοίχων ενός δωματίου.
|
ιμάτιο, το
Ορθογώνιο κομμάτι μάλλινου, κατά κανόνα, υφάσματος που το φορούσαν πάνω από το χιτώνα. Μπορούσε να τυλιχτεί με διάφορους τρόπους γύρω από τους ώμους και το σώμα και στερεωνόταν με ζώνη ή πόρπες.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|