|
|
|
|
|
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
|
|
δημογεροντία, η
Κοινοτική αρχή που απαρτιζόταν από το σύνολο των κοινοτικών αξιωματούχων, οι οποίοι κατά περίπτωση ονομάζονταν άρχοντες, προεστοί, επίτροποι, δημογέροντες ή απλώς γέροντες.
|
σιγίλλιον, το
Προέρχεται από το λατ. sigillum = σφραγίδα. 1. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο ο όρος σιγίλλιον χρησιμοποιείται για κάποια επίσημα έγγραφα της αυτοκρατορικής γραμματείας που φέρουν σφραγίδες και αναλόγως διακρίνονται σε μολυβδόβουλα και χρυσόβουλα (σιγίλλια). Διάφορες κρατικές υπηρεσίες χρησιμοποιούσαν επίσης έγγραφα με το ίδιο όνομα. Η πατριαρχική γραμματεία αρχίζει να χρησιμοποιεί τα πρώτα σιγίλλια (ή σιγιλλιώδες γράμμα) περί τα μέσα του 13ου αιώνα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο χρησιμοποίησε τα σιγίλλια αντικαθιστώντας τα παλαιότερα έγγραφα, γνωστά ως «υπομνήματα».2. Κατά την Οθωμανική περίοδο τα σιγίλλια ήταν έγγραφα που υπέγραφε ο Πατριάρχης και συνήθως επιβεβαίωναν κάποιο προνόμιο ή γνωστοποιούσαν κάποια συνοδική απόφαση.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|